- καλούπωμα
- το формовка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλούπωμα — το [καλουπώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καλουπώνω* … Dictionary of Greek
καλούπιασμα — το [καλουπιάζω] το καλούπωμα … Dictionary of Greek